Μυθολογία

Σύμφωνα με την μυθολογία ο Διόνυσος ή Βάκχος, ήταν θεός του κρασιού των αρχαίων Ελλήνων, που η λατρεία του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα μαζί με την καλλιέργεια του αμπελιού περίπου τον 15ο αιώνα π.Χ. και πήρε το όνομα «Λυαίος» ή «Λύσιος», γιατί έλυε τις πίκρες και τις στενοχώριες. Είχε ως σύμβολα τα δυνατότερα ζώα, όπως το λιοντάρι, την τίγρη, τον ταύρο και από τα φυτά την άμπελο, τον κισσό, τα ρόδα. Εμβλήματά του ήταν ο πυρσός, ο θύρσος, ο κρατήρας, ο αυλός, τα τύμπανα. 

Οι μύθοι που αναφέρονται στον Διόνυσο είναι πολλοί και διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Παρόλα αυτά η επίδραση του θεού αυτού, στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, ήταν τεράστια και πολύ γόνιμη, εφόσον απ' τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά η τέχνη, η θρησκεία και η ποίηση βρισκόταν κάτω απ' τη δική του ισχυρή επίδραση.

Ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης της κόρης του Κάδμου που την έκαψε η Ήρα, για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της. Πριν πεθάνει όμως η άτυχη Σεμέλη, γέννησε πρόωρα το Διόνυσο, το γιο του Δία που τον πήρε ο πατέρας του και τον έβαλε μέσα στο μηρό του, για να ολοκληρωθούν οι εννιά μήνες της κύησής του και μετά τη γέννησή του τον έδωσε στις Νύμφες, που το έθρεψαν κρυφά σε μια κοιλάδα που λεγόταν Νύσα. Από εκεί προήλθε και το όνομα του Διόνυσος [=Δίας+Νύσα].

Ο Διόνυσος ή Βάκχος ήταν ο θεός που ενέπνεε το διθύραμβο και ζωογονούσε τις λαμπρές αγροτικές και αστικές γιορτές από τις οποίες γεννήθηκε το σατυρικό δράμα, η κωμωδία, η τραγωδία και γενικά το θέατρο, που στην αρχή ασχολήθηκε μόνο με την εξύμνηση και την εξιστόρηση των θαυμάτων και των περιπετειών του θεού. Ο Διόνυσος ή Βάκχος έδινε νέα ζωή στη μουσική και στο χορό, άπλωνε τους ορίζοντες της γλυπτικής και της ζωγραφικής και έδινε σε κάθε καλλιτεχνική εκδήλωση των αρχαίων Ελλήνων πάθος και ζωηρότητα, στοιχεία που ήταν άγνωστα στην ήρεμη τέχνη των προηγούμενων αιώνων. Όλοι οι μύθοι για τον Διόνυσο συμβολίζουν τα διάφορα φυσικά φαινόμενα που βοηθούν το αμπέλι να παράγει και να ωριμάσει τον καρπό του. Μπορεί ακόμη να θεωρηθεί και σαν εκπρόσωπος μιας νέας ανθρωπιστικής θρησκείας, που, με την έκσταση, τον έρωτα και τη μουσική, εξυψώνει τον άνθρωπο και τον ελευθερώνει από τις γήινες αλυσίδες του.

Ανάγλυφος ασβεστόλιθος με την κεφαλή του Διονύσου εκ Μαθιάτη (2ος – 1ος αι. π.Χ.) Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου, Ε 468

Σην περιοχή του βόρειου μεταλλείου Μαθιάτη ανακαλύφθηκε πριν από δεκάδες χρόνια η κεφαλή του Βάκχου ανάγλυφη σε ασβεστόλιθο. Χρονολογείται μεταξύ 2ου με 1ου αιώνα π.Χ., εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου και αποτελεί το έµβληµα του Κρατικού Θεάτρου, του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.

Το γενειοφόρο πρόσωπο του Θεού απεικονίζεται ανάγλυφα, λιγότερο ή περισσότερο επίπεδο, σε μια ορθογώνια πλάκα πάχους 11 εκατοστών και ύψους 51,2 εκατοστά, με μεγάλα μάγουλα και επίπεδη μύτη, παχιά χείλη που προεξέχουν και μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Η γενειάδα είναι επίπεδη και ορθογώνια, τακτοποιημένη συμμετρικά με δώδεκα σγουρές μπούκλες. Πυκνό μουστάκι σκιαγραφεί το καλοσχηματισμένο στόμα. Ο θεός φοράει ένα πλατύ φιλέ, το οποίο καλύπτει σχεδόν τελείως το μέτωπο. Δεξιά κι αριστερά του φιλέ υπάρχουν φύλλα κισσού, με μούρα στο κέντρο του φιλέ και του μετώπου.

Πιο κάτω από τα φύλλα κισσού κρέμονται δύο τσαμπιά από σταφύλια τα οποία καλύπτουν τα αυτιά. Το πλούσιο πτυχωτό φιλέ διακρίνεται να κρέμεται στις δύο πλευρές της γενειάδας αντίστοιχα, κάτω τα φύλα κισσού και των τσαμπιών. Ίχνη μωβ χρώματος μαρτυρούνται στο φιλέ, ενώ ίχνη πράσινου χρώματος μαρτυρούνται στα τσαμπιά από σταφύλια και στα φύλλα κισσού.

Το πίσω μέρος του ασβεστόλιθου είναι επίπεδο και λαξευτό. Το ανάγλυφο πρόσωπο του θεού Διόνυσου πιθανόν να στεκόταν σε ένα βάθρο, έναντι ενός τοίχου.

Το πρόσωπο του Διονύσου από τον Μαθιάτη φέρει μια εντυπωσιακή ομοιότητα με μια από τις πλευρές μιας άλλης ανάγλυφης πλάκας που εκτίθεται στο Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η πίσω πλευρά της δεύτερης πλάκας παρουσιάζει μια ερωτική σκηνή (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, no. 1983/X-4/1). Είναι πολύ πιθανό ότι και τα δύο αυτά ανάγλυφα συνδέονται με έναν τόπο λατρείας του Διονύσου στην Κύπρο. Η οργιαστική λατρεία του Διόνυσου εισήχθη πιθανότατα από την Πτολεμαϊκή Αλεξάνδρεια, όπου ήταν δημοφιλής, αφού οι Πτολεμαίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους του Διονύσου.

Πηγή: Karageorghis 1984, 215-216, pl. XI.1; idem 1998b, 229-230 no.178.